ευδιαιτος

ευδιαιτος
    εὐδίαιτος
    εὐ-δίαιτος
    2
    ведущий умеренную жизнь, воздержный Xen.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ευδιαιτος" в других словарях:

  • ευδίαιτος — εὐδίαιτος, ον (Α) αυτός που ζει με εγκράτεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαιτος (< δίαιτα «τρόπος ζωής») πρβλ. ομο δίαιτος, οικο δίαιτος, λιτο δίαιτος] …   Dictionary of Greek

  • εὐδίαιτος — living temperately masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδίαιτον — εὐδίαιτος living temperately masc/fem acc sg εὐδίαιτος living temperately neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιαίτου — εὐδίαιτος living temperately masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»